- υπέρψυχρος
- ος , ον очень холодный, ледяной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπέρψυχρος — ον, Α 1. πάρα πολύ ψυχρός·2. μτφ. (για αστεϊσμό) πάρα πολύ κρύος, πάρα πολύ άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ψυχρός] … Dictionary of Greek
ὑπέρψυχρον — ὑπέρψυχρος very cold masc/fem acc sg ὑπέρψυχρος very cold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)